- κατάπτωμα
- κατάπτωμα, τὸ (AM) [καταπίπτω]μσν.παράπτωμα, σφάλμααρχ.1. αυτό που κατέπεσε2. κατάπτωση3. (για ασθένεια) αποπληξία, ταμπλάς4. (φιλοσ.) (στους νεοπλατωνικούς) αυτός που αποτελεί το κατώτατο όριο κάποιου πράγματος («τὸ κατάπτωμα τοῡ ὄντος μὴ ὄν», Πορφύρ.).
Dictionary of Greek. 2013.