κατάπτωμα

κατάπτωμα
κατάπτωμα, τὸ (AM) [καταπίπτω]
μσν.
παράπτωμα, σφάλμα
αρχ.
1. αυτό που κατέπεσε
2. κατάπτωση
3. (για ασθένεια) αποπληξία, ταμπλάς
4. (φιλοσ.) (στους νεοπλατωνικούς) αυτός που αποτελεί το κατώτατο όριο κάποιου πράγματος («τὸ κατάπτωμα τοῡ ὄντος μὴ ὄν», Πορφύρ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κατάπτωμα — downfall neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτωμάτων — κατάπτωμα downfall neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώμασι — κατάπτωμα downfall neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώματι — κατάπτωμα downfall neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταπτώματος — κατάπτωμα downfall neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԽՐԱՄԱՏՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0992 Chronological Sequence: Early classical, 6c գ. ԽՐԱՄԱՏՈՒԹԻՒՆ διακοπή ruptura κατάπτωμα lapsus, ruina. որ եւ ԽՐԱՄԱՀԱՏՈՒԹԻՒՆ, եւ ԽՐԱՄ. Պատառուած. պատառումն. հերձումն. ճեղքումն. բաժանումն. քակումն. եկ Ծերպ. (եբր. ֆերձ ). *արար տէր… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”